MNU

ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΧΟΡΗΓΟΙ ...Στηρίξτε μας...Διαφημιστείτε στο ΚΙΝΗΜΑ ΜΕΡΙΔΙΟΥΧΩΝ ΤΗΣ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΑΜΙΑΣ – Σας βλέπουν χιλιάδες μάτια και ταυτόχρονα στηρίζετε οικονομικά το ΚΙΝΗΜΑ μας για να ανταπεξέρχεται σε δικηγορικά και δικαστικά έξοδα.

ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ





ένα νομικό ιστολόγιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην ψηφιακή εποχή
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 31, 2010
Καταδίκες της Ελλάδας για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

Σύμφωνα με τον κατάλογο για την ελευθερία του Τύπου για το 2010 που δημοσίευσαν οι Ρεπόρτερς Χωρίς Σύνορα, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά τη συγκεκριμένη συνταγματική ελευθερία (βλ. εδώ).

Ας δούμε λοιπόν πιο συγκεκριμένα τις διαπιστωμένες παραβιάσεις της ελευθερίας της έκφρασης από την Ελλάδα, μέσα από τις σχετικές καταδίκες του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στις οποίες κρίθηκε ότι παραβιάσθηκε το άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (βλ. εδώ).

Στην υπόθεση Γρηγοριάδης κατά Ελλάδας (1997), ένας νέος που υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία στα τέλη της δεκαετίας του 80, μετά από δύο χρόνια υπηρεσίας αποφάσισε να καταγγείλει με μια τεκμηριωμένη επιστολή τον Στρατό ως έναν "εγκληματικό και τρομοκρατικό μηχανισμό" και αρνήθηκε να εκτίσει την ποινή της πρόσθετης υπηρεσίας που του είχε επιβληθεί. Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του από την Ελληνική Δικαιοσύνη για "περιύβριση του στρατεύματος", κατά τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα. To Eυρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε όμως ότι "το περιεχόμενο της επιστολής περιλάμβανε ορισμένες σκληρές κι αμετροεπείς παρατηρήσεις αναφορικά με τις ένοπλες δυνάμεις στην Ελλάδα. Όμως, το Δικαστήριο σημειώνει ότι αυτές έγιναν μέσα στο πλαίσιο μιας μακράς συζητήσεως επικριτικής για τη στρατιωτική ζωή και το στράτευμα ως θεσμό" και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης του Γρηγοριάδη και πληρωμή 2.000.000 δρχ. για δικαστικά έξοδα (βλ. εδώ την απόφαση).

Στην υπόθεση Ρίζος και Ντάσκας κατά Ελλάδας (2004), στον "Αδέσμευτο Τύπο" δημοσιεύθηκε ένα άρθρο που αναφερόταν σε εισαγγελείς μπλεγμένους σε σκάνδαλα κι έμεναν ατιμώρητοι, πράγμα που αποδιδόταν στη φιλική τους σχέση με τον πρόεδρο ενός δικηγορικού συλλόγου. Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη των Ρίζου και Ντάσκα για αποζημίωση 10.000.000 δρχ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι "οι επίδικες φράσεις δεν υπερέβαιναν τα όρια του αποδεκτού σχολίου σε μια υπόθεση επικαιρότητας" και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης των Ρίζου και Ντάσκα και πληρωμή 31.172 ευρώ, δηλ. την αποζημίωση που είχαν καταβάλει στον αντίδικό τους (βλ. εδώ την απόφαση).

Στην υπόθεση Κανελλοπούλου κατά Ελλάδας (2007), στην "Espresso" και στην "Traffic news" δημοσιεύθηκε η διαμαρτυρία μιας γυναίκας που έκανε αποτυχημένη αισθητική επέμβαση στο στήθος, που οδήγησε σε μαστεκτομή και των δύο, καθώς αποδείχθηκε ότι είχε καρκίνο, αλλά μόνο στον ένα μαστό και σε αρχικό στάδιο. Στα επίδικα άρθρα η γυναίκα φερόταν να αναφέρει ότι ο γιατρός την "έσφαξε σαν αρνί", την "κατακρεούργησε", την "κατέστρεψε". Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη της γυναίκας για προσβολή της φήμης του γιατρού. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι "ακόμα κι αν η προσφεύγουσα εκφράστηκε με όρους ωμούς και βίαιους, δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι χρησιμοποιηθείσες εκφράσεις αντανακλούσαν τον τρόπο με τον οποίο εισέπραττε η ίδια την σοβαρότητα της κατάστασής της. Εξάλλου, οι δηλώσεις της δεν περιελάμβαναν οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί κακοπιστία από την πλευρά της" και καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και σε πληρωμή 8.000 ευρώ για ηθική βλάβη (βλ. εδώ την απόφαση).

Στην υπόθεση Κατράμη κατά Ελλάδας (2007), μια δημοσιογράφος χαρακτήρισε "επίορκο" και "καραγκιόζη" έναν ανακριτή που υπέπεσε σε δικονομικές παρατυπίες σε υπόθεση τροχαίου, στην οποία εμπλεκόταν η αδελφή της "ως πρόβατο επί σφαγή". Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη της δημοσιογράφου για εξύβριση του ανακριτή. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι "δεν δύναται να δεχθεί ότι το προφανές συμφέρον να προστατευθεί η υπόληψη του Λ.Π. και να διασφαλισθεί η απρόσκοπτη λειτουργία της δικαιοσύνης, συμφέρον που αφορά η υπόθεση αυτή, επαρκούσε για να δικαιολογηθεί η ποινική καταδίκη της προσφευγούσης. (...) Κατά το Δικαστήριο, η επιβολή στην προσφεύγουσα μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής, έστω και με αναστολή, λειτουργεί στο πλαίσιο του άρθρου 10, κύρωση δυσανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού. (...) Τέλος το Δικαστήριο φρονεί ότι οι εκφράσεις "επίορκος" και "καραγκιόζης" είναι μάλλον, αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες δεν επιδέχονται απόδειξη και δεν εμπίπτουν στην κατηγορία γεγονότων δυνάμενων να αποδειχθούν. Στο σημείο αυτό το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν προέβησαν στον διαχωρισμό μεταξύ "πραγματικών γεγονότων" και "αξιολογικών κρίσεων" αλλά εξήτασαν μόνο εάν οι χρησιμοποιηθείσες από την προσφεύγουσα εκφράσεις ήταν ικανές να προσβάλουν την τιμή και την υπόληψη του μηνυτή." Έτσι, η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης της δημοσιογράφου και υποχρεώθηκε να της καταβάλει 7.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα. (βλ. εδώ την απόφαση).

Στην υπόθεση Λιοναράκης κατά Ελλάδας (2007) ο παρουσιαστής ζωντανής εκπομπής καταδικάστηκε επειδή δεν διέκοψε τον καλεσμένο του ο οποίος αποκάλεσε "παρακρατικό" έναν εμπλεκόμενο στην υπόθεση Οτσαλάν κι ότι "η Ελλάδα δεν είναι οι φωνασκούντες κακούργοι του Τύπου" και οι "νευροπαθείς ψευδοπατριώτες". Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του παρουσιαστή σε καταβολή αποζημίωσης, η οποία κατόπιν συμφωνίας με τον αντίδικο ορίστηκε στα 41.000 ευρώ και 1.170 ευρώ δικαστικά έξοδα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι οι παραπάνω λέξεις ήταν "αξιολογικές κρίσεις, οι οποίες δεν επιδέχονται απόδειξη και δεν εµπίπτουν στην κατηγορία γεγονότων δυναµένων να αποδειχθούν. (... Αλλά) , οι επίδικες εκφράσεις δεν στερούνταν παντελώς πραγµατικής βάσεως. Αντιθέτως µάλιστα, ο Φ.Κ. είχε συναντήσει τον κ. Οτσαλάν κατά την παραµονή του στην Κένυα, για να του παραδώσει µηνύµατα και έγγραφα και, µετά τη σύλληψη του κ. Οτσαλάν από τις τουρκικές δυνάµεις, είχε παραχωρήσει πολλές συνεντεύξεις για το θέµα αυτό στα ελληνικά µέσα ενηµερώσεως. Τέλος, το ∆ικαστήριο δεν λησµονεί ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν προέβησαν στον διαχωρισµό µεταξύ «πραγµατικών γεγονότων» και «αξιολογικών κρίσεων», αλλά εξήτασαν µόνον εάν οι χρησιµοποιηθείσες από τον Ε.Β. εκφράσεις ήταν ικανές να προσβάλουν την προσωπικότητα και την υπόληψη του µηνυτή. (... Εξάλλου)Το κόνσεπτ της εκποµπής αυτής αφορούσε την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων. Επίσης, οι επίµαχες εκφράσεις ήταν προφορικές δηλώσεις τρίτου κατά τη διάρκεια ζωντανής εκποµπής, γεγονός το οποίο στέρησεαπό τον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να τις αφαιρέσει «στο αέρα». (...) Στο σηµείο αυτό, το ∆ικαστήριο εκτιµά ότι η ευθύνη του δηµοσιογράφου-συντονιστή δεν συµπίπτει µε την ευθύνη του προσώπου το οποίο χρησιµοποίησε φράσεις διατυπωµένες ενδεχοµένως υπό µορφή οξείας λεκτικής επιθέσεως, εξυβριστικές ή συκοφαντικές. Πράγµατι, το να απαιτείται εν γένει από τους δηµοσιογράφους να λαµβάνουν συστηµατικώς και σαφώς αποστάσεις από το περιεχόµενο µιας εκφράσεως η οποία θα ήταν δυνατό να προσβάλει τρίτους, να τους προκαλέσει ή να προσβάλει την υπόληψή τους, δεν συµβιβάζεται µε τον ρόλο του Τύπου να πληροφορεί επί των γεγονότων, των απόψεων ή των ιδεών που λαµβάνουν χώρα και ισχύουν σε µία δεδοµένη στιγµή. Μία τέτοια απαίτηση θα επέβαλε δυσβάστακτο φορτίο στον δηµοσιογράφο-συντονιστή µιας εκποµπής, ο οποίος θα απέφευγε ενδεχοµένως να συνοµιλήσει µε πρόσωπα τα οποία θα ήταν δυνατό να εκφράσουν τις ιδέες τους υπό µορφή πολεµικής και σε τόνο υπερβολικό, φοβούµενος ότι θα του αποδοθούν προβλεπόµενες από τον νόµο ευθύνες. Ωστόσο, µία τέτοια κατάσταση θα µπορούσε να αποστερήσει από την κοινωνία τη µετάδοση µέσω των µέσων ενηµερώσεως ζωντανών και ζωηρών πολιτικών συζητήσεων, από τις οποίες θρέφεται η δηµοκρατία." Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και υποχρεώθηκε να καταβάλει στον προσφεύγοντα ως αποζημίωση το ποσό των 42.238 ευρώ και των 7.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα (βλ. εδώ την απόφαση).

Στην υπόθεση Βασιλάκης κατά Ελλάδας (2007) ο δημοσιογράφος είχε συντάξει μια σειρά άρθρων εναντίον του Δικτύου '21, με αποτέλεσμα να υποστεί αλλεπάλληλες δικαστικές διώξεις, γεγονός που τον οδήγησε στην σύνταξη μιας επιστολής στον πρόεδρο του ΔΣΑ με αίτημα τον πειθαρχικό έλεγχο των δικηγόρων διωκτών του. Στην επιστολή του χρησιμοποιούσε της εκφράσεις: «τροµοκρατία που ασκούν στους δηµοσιογράφους και τα µέσα ενηµέρωσης», «νέα πρακτική φίµωσης και κατάργησης της ελευθερίας της έκφρασης», «µε απίστευτο φανατισµό, ο οποίος καταντά ιδεοληψία», «δηλώσεις µετάνοιας», «θέλησή τους να εξοντώσουν µέσω αυτής της πρωτότυπης µεθόδευσης", «οργάνωσαν την εξόντωση προς παραδειγµατισµό δηµοσιογράφων-θυµάτων µέσω αυτής της καταχρηστικής διαδικασίας» και «ανθρωποκυνηγητό». Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του για προσβολή προσωπικότητας και καταβολή αποζημίωσης 3.000 ευρώ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι "τα εθνικά δικαστήρια ουδόλως διέκριναν µεταξύ «πραγµατικών περιστατικών» και «αξιολογικών κρίσεων», αλλά διερεύνησαν µόνον αν οι εκφράσεις που χρησιµοποιήθηκαν από τον προσφεύγοντα ήταν ικανές να θίξουν την προσωπικότητα και την επαγγελµατική και προσωπική υπόληψη του ενάγοντος. Στην πράξη, προκειµένου να αξιολογήσουν την πρόθεση του προσφεύγοντος, δεν τοποθέτησαν τις επίδικες εκφράσεις µέσα στο πλαίσιο της υπόθεσης. Το ∆ικαστήριο εκτιµά από την πλευρά του ότι η εκ µέρους του προσφεύγοντος διατύπωση των απόψεών του υπό την µορφή µιας επιστολής απευθυνόµενης προσωπικά στον πρόεδρο του δικηγορικού συλλόγου της Αθήνας, παρά µέσω της δηµοσίευσης στον τύπο ενός άρθρου µε το ίδιο περιεχόµενο, έδειχνε µάλλον µία πρόθεση να τεθεί ζήτηµα δεοντολογικών ευθυνών των ∆.Κ. και Φ.Κ. ενώπιον της αρµόδιαςπειθαρχικής αρχής, παρά πρόθεση να εξυβριστούν ή να δυσφηµηστούν ανοικτά οι ενδιαφερόµενοι." Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και υποχρεώθηκε να καταβάλλει 6.000 ευρώ έξοδα στον προσφεύγοντα (εδώ η απόφαση).

Στην υπόθεση Αυγή και Κάρης κατά Ελλάδας (2008), το επίδικο δημοσίευμα αφορούσε συγκεντρώσεις του 2000 στη Θεσσαλονίκη για το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος των ταυτοτήτων και ο διοργανωτής μιας από αυτές (μετέπειτα βουλευτής του ΛΑΟΣ) χαρακτηρίσθηκε "γνωστός εθνικοπαράφρων". Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη της Αυγής και του δημοσιογράφου για καταβολή αποζημίωσης 58.000 ευρώ και δικαστικών εξόδων στον διοργανωτή. Όμως, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι "η επίδικη έκφραση ήταν η µόνη από ολόκληρο το επίδικο άρθρο στην οποία εστίασαν τα εθνικά δικαστήρια προκειµένου να συµπεράνουν την πρόθεση του συντάκτη του να δυσφηµίσει τον Κ.Β. Επιπλέον, η προσωπική αναφορά στον Κ.Β. δε στερείτο νοήµατος, καθώς αυτός ήταν ένας εκ των οργανωτών της δεύτερης συγκέντρωσης. Συνεπώς, τοποθετηµένη µέσα στα πλαίσια του άρθρου, η επίδικη έκφραση αποσκοπούσε στην άσκηση οξείας κριτικής σε βάρος ενός εκ των οργανωτών µίας πολιτικής συγκέντρωσης στην οποία αντιτίθετο η εν λόγω ηµερήσια εφηµερίδα, παρά είχε πρόθεση να προσβάλει ή δυσφηµίσει χωρίς λόγο τον ενάγοντα. Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια δεν έκαναν διάκριση µεταξύ «γεγονότων» και «αξιολογικών κρίσεων» αλλά µοναχά ερεύνησαν αν η διατυπωθείσα στο επίδικο άρθρο έκφραση µπορούσε να βλάψει την προσωπικότητα και την υπόληψη του ενάγοντα. Πράγµατι, κατά την αξιολόγηση της πρόθεσης του προσφεύγοντα, δεν µετέφεραν τις επίδικες φράσεις µέσα στο γενικό πλαίσιο της υπόθεσης. Αντιθέτως µάλιστα, το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος εξέτασαν την επίδικη έκφραση αποκοµµένη από τα συµφραζόµενατου άρθρου για να καταλήξουν ότι οι εκφράσεις «ακροδέξιος» και «εθνικιστής» αρκούσαν από µόνες τους προκειµένου ο δηµοσιογράφος να εξωτερικεύσει το περιεχόµενο των σκέψεών του. Ωστόσο, ο ρόλος των εθνικών δικαστηρίων σε µία δίκη περί δυσφήµισης δε συνίσταται στο να υποδείξουν στο δηµοσιογράφο το αυστηρό ελάχιστο των εκφράσεων και χαρακτηρισµών που µπορεί να χρησιµοποιεί όταν ασκεί, µέσα στα πλαίσια του επαγγέλµατός του, το δικαίωµα του για κριτική, ακόµα και µε δριµύ τρόπο. Τα εθνικά δικαστήρια καλούνται αντιθέτως ναεξετάσουν αν το πλαίσιο της υπόθεσης, το δηµόσιο ενδιαφέρον και η πρόθεση τουδηµοσιογράφου δικαιολογούσαν την πιθανή χρήση µίας δόσης πρόκλησης ή υπερβολής." Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και καταβολή 60.000 ευρώ στους προσφεύγοντες (εδώ η απόφαση).

Στην υπόθεση Κυδώνης κατά Ελλάδας (2009) το επίδικο δημοσίευμα ήταν ένα ανυπόγραφο άρθρο της εφημερίδας "Χιώτικη Διαφάνεια" στην οποία υπήρχαν αναφορές για καταπατήσεις εκτάσεων και άλλες παρανομίες πολιτευτή της Ν.Δ. Ο εκδότης της εφημερίδας (δημοσιογράφος) καταδικάστηκε αμετάκλητα σε ποινή φυλάκισης, ενώ υπήρχαν τέσσερις δικαστικές αποφάσεις ότι τα γεγονότα που ανέφερε το άρθρο δεν ήταν ψευδή. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι "οι καταγγελλόμενες εκφράσεις δεν περιείχαν καμία προσωπική προσβολή και εντάσσονταν στο πλαίσιο μίας διαμάχης μείζονος ενδιαφέροντος για την τοπική κοινωνία της Χίου. Επιπλέον, αντίθετα με τα επιληφθέντα δικαστήρια, που δεν έδωσαν καμία σαφή απάντηση, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει το επιχείρημα που ο προσφεύγων είχε προβάλει ενώπιόν τους, ήτοι την αθώωση σε τέσσερις περιπτώσεις ενός ατόμου που είχε και εκείνο καταγγείλει δημοσίως τον ίδιο πολιτικό για γεγονότα κατ’ουσίαν όμοια και του οποίου η αθώωση είχε στηριχθεί στην αποδεδειγμένη αλήθεια των εν λόγω εκφράσεων. Ως εκ τούτου, αν και δεν είναι αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αξιολογήσει την αλήθεια των επίδικων εκφράσεων, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι αυτές δεν στερούνταν πραγματικής βάσης. Ενόψει των ανωτέρω, ακόμα κι αν οι καταγγελλόμενες εκφράσεις είχαν δίχως αμφιβολία αρνητικές συνέπειες στη δημόσια εικόνα του Γ.Ε., το Δικαστήριο δεν μπορεί ωστόσο να δεχθεί ότι το προφανές ενδιαφέρον για την προστασία της υπόληψης αυτού ήταν αρκετό για να αιτιολογήσει
την ποινική καταδίκη του προσφεύγοντος." Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης καθώς και σε καταβολή αποζημίωσης 1.746 ευρώ και 3.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα. ( Η απόφαση εδώ).

Στην απόφαση Αλφαντάκης κατά Ελλάδας (2010), το επίδικο ήταν η τηλεοπτική εμφάνιση του δικηγόρου του Τόλη Βοσκόπουλου στον ΣΚΑΪ, όπου ειρωνεύτηκε την έκθεση του εισαγγελέα Δ.Μ. για απαλλαγή της συζύγου του τραγουδιστή, λέγοντας τα εξής: "Ειλικρινά γέλασα όταν τη διάβασα (την έκθεση), διότι αντιλήφθηκα ότι το έγγραφο αυτό δεν αποτελούσε πρόταση. Το θεώρησα ως μία πρόταση με την οποία ο συντάκτης της στόχευε στο να μειώσει τον (Βοσκόπουλο) σαν να υπήρχε μεταξύ τους καλλιτεχνικός ανταγωνισμός. Βέβαια, ο Δ.Μ. γράφει κι αυτός ποιήματα και μπορεί να αισθάνεται καλλιτέχνης. Είναι μία φιλολογική άποψη η οποία εκδηλώνει αντιπάθεια προς τον (Βοσκόπουλο). Δε λαμβάνει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία». Αποτέλεσμα ήταν η αμετάκλητη καταδίκη του δικηγόρου για καταβολή αποζημίωσης 11.738,81 ευρώ στον εισαγγελέα. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όμως έκρινε ότι "η ελευθερία έκφρασης ισχύει και για τους δικηγόρους, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται δημοσίως επί της λειτουργίας της δικαιοσύνης, αλλά των οποίων η κριτική δεν μπορεί να υπερβαίνει ορισμένα όρια (...). Το εφετείο δεν προέβη εν προκειμένω σε κανένα διαχωρισμό μεταξύ «πραγματικών περιστατικών» και «αξιολογικών κρίσεων», αλλά
ερεύνησε μόνο τον αντίκτυπο των φράσεων «όταν τη διάβασα, γέλασα» και «λογοτεχνική άποψη». Ερεύνησε άμεσα αν οι επίδικες φράσεις και ο αντίκτυπος που αυτές προκαλούσαν, μπορούσαν να προσβάλουν την αξιοπρέπεια και την τιμή του μηνυτή. Ως εκ τούτου, το εφετείο στέρησε από τον προσφεύγοντα τη δυνατότητα να αποδείξει ότι οι εν λόγω φράσεις δεν προσφέρονταν για απόδειξη της ακρίβειάς τους. Πράγματι, η πρώτη περιέγραφε, υιοθετώντας έναν μάλλον ειρωνικό τόνο, τη δική του αντίδραση κατά την ανάγνωση της επίμαχης έκθεσης και η δεύτερη συνιστούσε μία αμιγώς αξιολογική κρίση. (...) Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια ουδόλως έλαβαν υπόψη το γεγονός ότι η ποινική υπόθεση στην οποία ο Α.Β., πελάτης του προσφεύγοντος, και η Σ.Π. εμπλέκονταν, είχε ήδη προσελκύσει το ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης λόγω της φήμης του Α.Β. Επιπλέον, η Σ.Π., σύζυγος του Α.Β. κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών, είχε ήδη την ευκαιρία να συμμετάσχει σε τηλεοπτικές συζητήσεις και να κάνει σχόλια επί του περιεχομένου της έκθεσης του εισαγγελέα, που είχε δημοσιοποιηθεί εν τω μεταξύ στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τοποθετημένη σε αυτό το πλαίσιο, η εμφάνιση του προσφεύγοντος στο τηλεοπτικό
δελτίο μοιάζει κυρίως να απορρέει από την πρόθεσή του να υπερασπιστεί δημοσίως τις θέσεις του πελάτη του, σε μία υπόθεση που είχε προσελκύσει το δημόσιο ενδιαφέρον, και δεν στόχευε άμεσα στο να προσβάλει την προσωπικότητα του Δ.Μ." Έτσι η Ελλάδα καταδικάστηκε για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης και υποχρεώθηκε να καταβάλει στον δικηγόρο 12.939 ευρώ αποζημίωση. (Η απόφαση εδώ).

Ευχόμαστε το 2011 η Ελλάδα να βρεθεί πιο ψηλά στην σχετική αξιολόγηση υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης.




@@@@@@@@@@


Προαγωγή του Γρηγόρη Πεπόνη, τριών εισαγγελέων και επτά αντεισαγγελέων

Με αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης του Αρείου Πάγου στο βαθμό του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου προήχθησαν τρεις εισαγγελείς Εφετών και στο βαθμό του εισαγγελέα Εφετών προήχθησαν οκτώ αντεισαγγελείς Εφετών.

Μεταξύ των προαχθέντων είναι και ο πρώην οικονομικός εισαγγελέας Γρηγόρης Πεπόνης.

Συγκεκριμένα στο βαθμό του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου προήχθησαν οι εισαγγελείς Εφετών: Βασιλική Θεοδώρου, Ευσταθία Σπυροπούλου και Θεοφανία Κοντοθανάση.

Παράλληλα, στον βαθμό του εισαγγελέα Εφετών προήχθησαν οι εξής αντεισαγγελείς Εφετών: Κωνσταντίνα Δρεντζίδου, Γρ. Πεπόνης, Αναστασία Δημητριάδου, Γεώργ. Γεράκης, Γεώργ. Κτιστάκης, Ε. Καίσαρης, Β. Χανής και Δ. Νάιντος.

@@@@@@@@@@@


Αυτοί είναι οι «σκληροί» εισαγγελείς που τελικά λύγισαν

Είναι δύο εισαγγελικοί λειτουργοί με κοινά χαρακτηριστικά. Εξαιρετικά αυστηροί, άτεγκτοι, χωρίς να σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους. Μπήκαν στο δικαστικό σώμα την ίδια ακριβώς ημερομηνία και από τότε η πορεία τους συνοδεύτηκε με μεγάλες και δύσκολες υποθέσεις που κατά γενική ομολογία έφεραν σε πέρας με επιτυχία, αλλά στο τέλος λύγισαν.
Γρηγόρης Πεπόνης
Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση λένε οι άνθρωποι που τον γνωρίζουν καλά. Η φήμη του σκληρού εισαγγελέα τον συνόδευε σε όλη τη σταδιοδρομία του, κάτι που φάνηκε άλλωστε και στη σύντομη θητεία του ως οικονομικού εισαγγελέα με τις αλλεπάλληλες διώξεις, συλλήψεις μεγαλοοφειλετών, παραγγελίες ποινικών και προκαταρκτικών εξετάσεων.
Υπήρξε αμείλικτος στα «φακελάκια», ενώ δεν δίστασε να ασκήσει δίωξη σε στενό συνεργάτη του που αναμείχθηκε σε «θάψιμο» δικογραφιών. Ένας άνθρωπος που σύμφωνα με τους συνεργάτες του, σύμφωνα με το Έθνος, «δεν πρόκειται να δεχθεί την παραμικρή συνεννόηση ή υπόδειξη», ενώ αρκετοί ήταν αυτοί που προεξοφλούσαν ότι κάποια στιγμή θα έρθει σε σύγκρουση και «θα τα βροντήξει».
Ο Γρηγόρης Πεπόνης γεννήθηκε το 1952. Στο δικαστικό σώμα μπήκε στις 3-9-83 και στις 22-2-05 προήχθη σε αντεισαγγελέα Εφετών, βαθμό που διατηρεί και σήμερα.
Από το ξεκίνημα της θητείας του στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Χαλκίδας ο 59χρονος σήμερα εισαγγελέας άσκησε σωρεία διώξεων κατά «επωνύμων» και οικονομικών παραγόντων της πόλης, εξαναγκάζοντάς τους έτσι να καταβάλουν σημαντικά ποσά στα δημόσια ταμεία, αφού τους κυνήγησε για εικονικά τιμολόγια και για δωροδοκίες, ύστερα από προσχεδιασμένες επιχειρήσεις με χαρτονομίσματα «σημαδεμένα» από την Ασφάλεια.
Κυνήγησε με πάθος τα «φακελάκια», συνέβαλε στην εξάρθρωση κυκλώματος ανέγερση αυθαιρέτων ενώ αργότερα στην Εισαγγελία Πειραιά ως προϊστάμενος κίνησε διώξεις για ναυάγια (σε σκέλη της υπόθεσης του «Σάμινα Εξπρές») και τον χώρο του ποδοσφαίρου.
Δίωξη άσκησε και για τις ιατρικές βεβαιώσεις που είχαν στηρίξει την αίτηση της τ. ανακρίτριας του σκανδάλου του Χρηματιστηρίου Κωνσταντίνας Μπουρμπούλια για αποφυλάκιση και οι οποίες τη βοήθησαν να βγει για κάποιο διάστημα από τη φυλακή.
Το 2007 ανέλαβε την προκαταρκτική εξέταση, μαζί με τον εισαγγελέα Α. Λιόγα, για το σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων και σε σύντομο διάστημα πρότεινε την παραπομπή της υπόθεσης στη Βουλή, προκειμένου να κινηθούν οι διαδικασίες για την ποινική ευθύνη υπουργών. Ομως η πρότασή του «σκόνταψε» στις αντιρρήσεις του τότε εισαγγελέα Γιώργου Σανιδά, που έκρινε ότι τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επαρκούσαν να θεμελιώσουν ποινική ευθύνη κυβερνητικών στελεχών, κάτι που στενοχώρησε ιδιαίτερα τον Γρηγόρη Πεπόνη προκαλώντας την έντονη δυσφορία του.
Λίγους μήνες μετά, υπέβαλε αίτηση εθελουσίας εξόδου από το Σώμα αλλά από τον Αρειο Πάγο άφησαν ευθέως ανοικτό να φανεί ότι δεν θα γίνει δεκτό το αίτημά του, γιατί η εθελουσία έξοδος προβλέφθηκε για όσους εμφανίζουν προβλήματα υγείας, καθυστερήσεων και υπηρεσιακής ανεπάρκειας .
Στις 9 Μαΐου του 2011 ήρθε η αναγνώριση με την επιλογή του από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο για το «πόστο» του οικονομικού εισαγγελέα, που θεσπίστηκε με νόμο του προηγούμενου υπουργού Οικονομικών Γιώργου Παπακωνσταντίνου.
Σπύρος Μουζακίτης
Ο Σπύρος Μουζακίτης θεωρείται άνθρωπος «ίδιας κοπής» με τον Γρηγόρη Πεπόνη. Γεννήθηκε στην Κέρκυρα και ξεκίνησε την καριέρα του στο δικαστικό σώμα στις 3-9-83, όπως και ο Γρηγόρης Πεπόνης και την επόμενη χρονιά με μετάταξη πέρασε στον εισαγγελικό κλάδο ενώ στις 31 Μαϊου του 2005 προήχθη στον βαθμό του αντεισαγγελέα Εφετών.
Διενέργησε πολλές έρευνες και ασχολήθηκε με σοβαρές υποθέσεις διακίνησης ναρκωτικών. Δικό του πολυσέλιδο εισαγγελικό πόρισμα οδήγησε τελικά στην άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον των αθλητών Κατερίνας Θάνου και Κώστα Κεντέρη, του προπονητή τους Χρήστου Τσέκου αλλά και ιατρών του νοσοκομείου ΚΑΤ, σχετικά με το περιβόητο τροχαίο ατύχημα το καλοκαίρι του 2004, τις παραμονές της συμμετοχής τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας
Πριν από μερικούς μήνες, σε δικό του εισαγγελικό πόρισμα (ύστερα από σχετική προκαταρκτική εξέταση) στηρίχθηκαν οι διώξεις που είχαν ασκηθεί για την κατάληψη του πανεπιστημίου από μετανάστες ενώ στο παρελθόν είχε ασχοληθεί με τα συνδικαλιστικά του εισαγγελικού κλάδου, θητεύοντας ως γενικός γραμματέας της Ενωσης Εισαγγελέων Ελλάδο
@@@@@@@@@@@

ΤΑ ΝΕΑ

Η αγόρευση του εισαγγελέα Πεπόνη θα μείνει στην Ιστορία»

Φραγκίσκος Ραγκούσης, συνήγορος υπεράσπισης του Νίκου Ρωμανού

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ20/09/2014 08:00 |    

«Ο εισαγγελέας της έδρας του δικαστηρίου, κ. Γρηγόρης Πεπόνης, τάραξε και πάλι τα νερά με την αγόρευσή του, που κύρια χαρακτηριστικά της ήταν το σθένος και η νομική αρτιότητα» ήταν το σχόλιο εκ μέρους του συνηγόρου υπεράσπισης του Νίκου Ρωμανού, Φραγκίσκου Ραγκούση.  
Σύμφωνα με τον υπερασπιστή του ίδιου κατηγορουμένου, «αυτό που έχει αξία και δείχνει το ήθος του ανδρός είναι ότι διατύπωσε τις θέσεις του ως εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός και δεν επέλεξε να το κάνει κάτω από την ασπίδα του συνταξιούχου, όπως δυστυχώς πράττουν κάποιοι συνάδελφοί του».
«Τα είπε από έδρας και όχι σε συνέδρια και επιστημονικά συμπόσια. Αναμένουμε τη συνέχεια και περιμένουμε η σπουδαία αυτή πρόταση να περιβληθεί το κύρος της δικαστικής απόφασης. Η φράση του κυρίου εισαγγελέα που απηύθυνε προς το δικαστήριο και στην κατάμεστη αίθουσα: "Δεν θα γίνουμε μπαλωματήδες και γεφυροποιοί των κενών της προδικασίας", άρχισε να γράφει την ιστορία της στο νομικό και πολιτικό γίγνεσθαι» συμπληρώνει ο κ. Ραγκούσης.
Αυτή όμως είναι η μία όψη του νομίσματος. Γιατί, όπως συμβαίνει σε όλες τις ποινικές δίκες, τον τελευταίο λόγο τόσο για την ενοχή όσο και για την αναγνώριση ή μη του πρωτότυπου ελαφρυντικού που ζήτησε για τους κατηγορουμένους ο Γρηγόρης Πεπόνης, τον έχουν οι δικαστές του Εφετείου Αθηνών. Ήδη η αυλαία της διαδικασίας έχει πέσει και εκτός απροόπτου οι δικαστικοί λειτουργοί  θα ανακοινώσουν την ετυμηγορία τους την 1η Οκτωβρίου 2014.

ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ. Νομικοί κύκλοι αναμένουν με ενδιαφέρον την έκβαση αυτής της δίκης και επισημαίνουν ότι «η ενδεχόμενη αναγνώριση  του ελαφρυντικού που πρότεινε ο εισαγγελέας θα ταιριάζει σε όλες τις αναίμακτες ληστείες». Επιπλέον, προσθέτουν ότι αν τελικά αυτό υιοθετηθεί από τους δικαστές, «θα ισοδυναμεί  ως έμμεση αναγνώριση της έννοιας της ληστείας με πολιτικά κίνητρα». Ο εισαγγελέας, κατά τους ίδιους νομικούς κύκλους πάντα, προφανώς στηρίχτηκε στο γεγονός ότι η απαρίθμηση των ελαφρυντικών στον νόμο (πρότερος έντιμος βίος, καλή συμπεριφορά μετά την πράξη, μετεφηβική ηλικία) είναι ενδεικτική και όχι αποκλειστική και κατά συνέπεια αφήνεται το περιθώριο σε όσους εφαρμόζουν τον νόμο να κρίνουν οι ίδιοι, κατά περίπτωση, τι μπορεί να συνιστά ελαφρυντική περίσταση, η δε εξειδίκευσή τους έχει αφεθεί μέχρι τώρα στη νομολογία.

@@@@@@@@@@@

evia

Ο Γρηγόρης Πεπόνης, ένας δικαστικός λειτουργός που άφησε το δικό του στίγμα με πολλές παρεμβάσεις σε δεκάδες υποθέσεις τη δεκαετία του ’90 στην Χαλκίδα, αναλαμβάνει την υπόθεση της διερεύνησης των αιτίων θανάτου του Κώστα Τσαλικίδη, του στελέχους της Vodafone ο χαμός του οποίου συνδέθηκε με το σκάνδαλο των υποκλοπών.

Ο προϊστάμενος της Εισαγγελίας Εφετών, Αντώνης Λιόγας, αφού μελέτησε τη δικογραφία που έχει σχηματιστεί και μπήκε ήδη δύο φορές στο αρχείο, έδωσε εντολή για τη διενέργεια νέας προκαταρκτικής εξέτασης, την οποία ανέλαβε να χειριστεί ο εισαγγελέας Εφετών, Γρηγόρης Πεπόνης.

Αφορμή για την έναρξη της έρευνας ήταν η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο καταδίκασε την Ελλάδα σε αποζημίωση για παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή. Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, οι αρχές και κατ’ επέκταση το ελληνικό Δημόσιο, παρέλειψαν να διενεργήσουν επαρκή έρευνα για το θάνατο του.

Υπενθυμίζεται ότι στο παρελθόν έχουν πραγματοποιηθεί δύο έρευνες για τα αίτια θανάτου του Κώστα Τσαλικίδη, ο οποίος είχε βρεθεί απαγχονισμένος στο σπίτι του, λίγο καιρό πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο των υποκλοπών, πριν περίπου 12 χρόνια. Η πρώτη ξεκίνησε μετά το θάνατο του 39χρονου μόνο για να μπει στο αρχείο ως αυτοκτονία. Το 2012 η υπόθεση άνοιξε ξανά. Πραγματοποιήθηκε εκταφή της σορού αλλά τελικά η δικογραφία μπήκε για δεύτερη φορά στο αρχείο, όπου και παρέμεινε μέχρι σήμερα.

Η οικογένεια του Κ. Τσαλικίδη ουδέποτε αποδέχθηκε το σενάριο της αυτοκτονίας και για το λόγο αυτό το 2014 προσέφυγε στο ευρωπαϊκό δικαστήριο. Πλέον, αρμόδια είναι και πάλι η ελληνική Δικαιοσύνη προκειμένου να καταλήξει στα αίτια θανάτου του υπαλλήλου της Vodafone.

@@@@@@@@@@@



Γρηγόρης Πεπόνης
Ο Γρηγόριος Ζήκου Πεπόνης (γεννημένος το 1952 στην Πρέβεζα) είναι Έλληνας δικαστικός. Από το 2011 κατέχει τη θέση του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Η θητεία του λήγει το Σεπτέμβριο του 2013.
Βιογραφία
Ο Γρηγόρης Πεπόνης γεννήθηκε το 1952 στην Πρέβεζα και είναι γιος του Ζήκου Πεπόνη, ενώ η καταγωγή του είναι από το μικρό χωριό Βρυσούλα.[1] Έδωσε εξετάσεις και μπήκε στο Δικαστικό Σώμα το 1983. Η πρώτη του τοποθέτηση ήταν στο Ηράκλειο Κρήτης όπου προϊστάμενός του ήταν ο Γιώργος Ζορμπάς, με τον οποίο συνδέθηκε φιλικά.[2] Το 2005 προήχθη σε αντεισαγγελέα Εφετών. Ως εισαγγελέας Πρωτοδικών υπηρέτησε στη Χαλκίδα, όπου συνυπήρξε με τον Σπύρο Μουζακίτη, τον σημερινό αναπληρωτή του. Η αρχή της καριέρας τους ταυτίστηκε με σκληρές διώξεις εναντίον οικονομικών παραγόντων της πόλης, με υποθέσεις για εικονικά τιμολόγια, δωροδοκίες και «σημαδεμένα χαρτονομίσματα». Δίωξη άσκησε και εναντίον συνεργάτη του ο οποίος (κατά τον Πεπόνη) έθαβε δικογραφίες. Αργότερα ως προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πειραιώς ασχολήθηκε με το ναυάγιο του « Εξπρές Σαμίνα» το 2000. Ενεργό ρόλο είχε και στην υπόθεση της ανακρίτριας Κωνσταντίνας Μπουρμπούλια και ειδικότερα στο σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου σε σχέση με τις ιατρικές βεβαιώσεις για την αποφυλάκισή της.
Η υπόθεση πάντως που σημάδεψε την καριέρα του ήταν το σκάνδαλο δομημένων ομολόγων της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, την οποία ανέλαβε μαζί με τον Α. Λιόγα το 2007. Αμέσως ζήτησε να σταλεί ο φάκελος στη Βουλή, γεγονός που σκόνταψε στις αντιρρήσεις του τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γιώργου Σανιδά, κάτι που προκάλεσε τη δυσαρέσκειά του.[2] Από τον Μάρτιο του 2011 είναι οικονομικός εισαγγελέας. Είναι παντρεμένος, πατέρας δύο παιδιών και ο γιος του είναι δικηγόρος. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με το διάβασμα και τον Ολυμπιακό, του οποίου είναι οπαδός.[2]
Κριτική
Ο Πεπόνης είναι ένα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο πρόσωπο στον δικαστικό χώρο, με πολλούς επικριτές: σ'αυτούς συγκαταλέγονται η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ρένα Ασημακοπούλου και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες, οι οποίοι μάλιστα είχαν ψηφίσει να αντικατασταθεί από τη θέση του οικονομικού εισαγγελέα ως μη ανταποκρινόμενος στα καθήκοντά του.[3] Οι επικριτές του Πεπόνη τον χαρακτηρίζουν άνθρωπο επηρμένο και ματαιόδοξο που ανοίγει συνεχώς υποθέσεις χωρίς να τις κλείνει με σκοπό την δημιουργία πρωτοσέλιδων και τη δική του προβολή από τα ΜΜΕ: ως παράδειγμα αναφέρουν ότι ως οικονομικός εισαγγελέας έχει ανοίξει 162 υποθέσεις από τις οποίες σχεδόν καμία δεν έχει καταλήξει σε ουσιαστικό αποτέλεσμα.[2]
Ένα άλλο σημείο κριτικής είναι ότι ο Πεπόνης ενεργεί ως κομματικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας και όχι ως ουδέτερος και αδέκαστος λειουργός της Δικαιοσύνης: εξετάζοντας τον Ιανουάριο του 2012 την υπόθεση του Αντρίκου Παπανδρέου και την τυχόν εμπλοκή του στην υπόθεση CDS, αρχικά έκρινε τις καταγγελίες αναληθείς και ζήτησε να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο, καθώς «η έρευνα βρίσκεται σε δικονομικό αδιέξοδο και η δικογραφία θα τεθεί στο αρχείο».[4] Όμως τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, ζήτησε ξαφνικά νέα έρευνα για το ίδιο θέμα, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του ΠΑΣΟΚ που τον κατηγόρησε ότι εξυπηρετεί συμφέροντα και παίζει πολιτικά παιχνίδια σε βάρος του. Την υπόθεση χειρίζεται ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αριστείδης Κορρέας που μετά από πολύμηνη έρευνα δεν είχε εντοπίσει τίποτα εναντίον του Αντρίκου Παπανδρέου και έκρινε την καταγγελία ότι συμμετείχε σε κερδοσκοπικά παιχνίδια σε βάρος της Ελλάδας εντελώς αναληθή και αστήρικτη, ζητώντας στο πόρισμά του να τεθεί η υπόθεση άμεσα και χωρίς καθυστέρηση στο αρχέιο.[4]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΠΑΙΤΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΣ ΔΩΘΟΥΝ ΟΙ ΜΕΡΙΔΕΣ ΜΑΣ ΕΝΤΟΚΑ

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ " Η ΤΟΛΜΗ"

  ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ " Η ΤΟΛΜΗ"